Το άσπρισμα του σπιτιού:
Δύο περίπου εβδομάδες για τα Χριστούγεννα, οι νοικοκυρές στο χωριό μου, το Πραστειό Μεσαορίας, φώναζαν τον Γυψιώτη, για να τους ασπρίσει το σπίτι. Για το άσπρισμα έπαιρνε μια ποσότητα γύψου, ίσαμε ένα φλυτζάνι του τσαγιού περίπου, και το έβαζε σε μια λεκάνη ίσα με αυτές που κόβουμε μέσα την σαλάτα. Έριχνε μέσα στην λεκάνη εκείνη και κρύο νερό και ανακάτευε καλά τον γύψο ώστε να λιώσει μέσα στο νερό. Αντί πινέλο χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι ρούχο, όπως για παράδειγμα μια παλιά πετσέτα. Βουτούσε την πετσέτα αυτή μέσα στο μείγμα του γύψου με το νερό και με αυτήν άλειφε τον τοίχο ενός δωματίου, αρχίζοντας από το πιο ψηλό σημείο που για να το φτάσει ανέβαινε σε σκάλα διότι τα δωμάτια εκείνα ήταν ψηλά, ώστε να είναι δροσερά το Καλοκαίρι αλλά και για να προβάλλει η αρχοντιά των νοικοκύρηδων της Κατεχόμενης τώρα Μεσαορίας. Πρώτα, άσπριζαν τα δίχωρα. Τα δίχωρα, είναι τα δύο πιο μεγάλα και ψηλά δωμάτια του σπιτιού. Σειρά μετά έπαιρνε το σώσπιτο, ένα στενόμακρο δωμάτιο. Αμέσως μετά, άσπριζε τον ηλιακό. Για το τέλος, έμεναν τα υπόλοιπα δωμάτια.
Το καθάρισμα του φουρνιού:
Ένα ακόμα κυπριακό έθιμο, είναι το καθάρισμα του φουρνιού. Οι νοικοκυρές, καθάριζαν το φουρνί 1-2 μέρες πριν τα Χριστούγεννα, για να μπορέσει η Παναγία να καθίσει στο φουρνί και να γεννήσει το Χριστό. Για να μείνει καθαρό μέχρι τα Χριστούγεννα, δεν έψηναν το φαγητό εκεί, αλλά στον κανονικό τον φούρνο.
Θέλω να αναφέρω, πως δυσκολεύτηκα να βρω κυπριακά έθιμα, γιατί πλέον υιοθετήσαμε τα ξένα έθιμα. Είναι κρίμα, αφού έτσι ξεχνιέται η κυπριακή παράδοση. Στο τέλος, με βοήθησε η γιαγιά μου Βαλεντίνη.